παρῳδικός

παρῳδικός
παρῳδ-ικός, ή, όν,
A burlesque,

μέλη D.H.Dem.54

codd. [suff] παρῳδ-ός, όν, ([etym.] ᾠδή) singing indirectly, obscurely hinting,

αἰνίγματα E.IA 1147

.
II Subst., parodist, such as Matro, Ath.1.5b ; and Sopater, Id.4.158d.
2 reciter of parodies, IG12(9).189.11,19 (Eretria, iv B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρωδικός — ή, όν, Α [παρωδία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρωδία …   Dictionary of Greek

  • παρῳδικῶς — παρῳδικός burlesque adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”